βραδύπορα

βραδύπορα
τα
φύλο μικροσκοπικών μεταξοζώων που ζουν στη θάλασσα, στα γλυκά νερά ή μέσα στο λεπτό υδάτινο στρώμα τών βρύων και τών λειχήνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραδυπόρα — βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρθρόποδα — τα ζωολ. γενική ονομασία τριών ομάδων ασπόνδυλων που θεωρούνται από μερικούς επιστήμονες ομοταξίες τών αρθροπόδων και από άλλους ως τρία ελάσσονα φύλα συγγενικά μεταξύ τους καθώς και με τα γνήσια αρθρόποδα και οι οποίες είναι τα ονυχοφόρα, τα… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”